επακόλουθος

επακόλουθος
-η, -ο (AM ἐπακόλουθος, -ον) [επακολουθώ]
αυτός που επακολουθεί, που ακολουθεί ύστερα από κάτι άλλο
νεοελλ.
(το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα επακόλουθα
αποτελέσματα, επιγεννήματα, συνέπειες
μσν.
φρ. «ἐπακόλουθος τῆς συγκλήτου» — συγκλητικός, μέλος τής συγκλήτου.
επίρρ...
ἐπακολούθως
σύμφωνα με κάτι («ἐπακολούθως τῷ ἑαυτῶν τρόπῳ»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επακόλουθος — η, ο 1. που επακολουθεί, που ακολουθεί ύστερα από κάτι, ο παρεπόμενος. 2. το ουδ. ως ουσ., επακόλουθο το επακολούθημα (βλ. λ.): Η επιπολαιότητά του δε θα έχει καλά επακόλουθα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπακολουθοτέρων — ἐπακόλουθος following fem gen comp pl ἐπακόλουθος following masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακολούθως — ἐπακόλουθος following adverbial ἐπακόλουθος following masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακόλουθον — ἐπακόλουθος following masc/fem acc sg ἐπακόλουθος following neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακολούθου — ἐπακόλουθος following masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακόλουθοι — ἐπακόλουθος following masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία …   Dictionary of Greek

  • μεταγενέστερος — η, ο (ΑM μεταγενέστερος, έρα, ον) 1. αυτός που γεννιέται, αναφέρεται ή συμβαίνει σε ύστερους χρόνους, κατοπινός, υστερόχρονος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι μεταγενέστεροι αυτοί που ανήκουν σε νεώτερη γενιά, οι μελλοντικές γενεές («ἀθάνατον… …   Dictionary of Greek

  • παρακόλουθος — ον, Α αυτός που ακολουθεί ως συνέπεια, ο επακόλουθος («παρακόλουθον δὲ ἔφασαν αὐτῷ πυρετὸν ὀξύν», Ρούφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀκόλουθος (πρβλ. κατ ακόλουθος)] …   Dictionary of Greek

  • συνακόλουθος — η, ο / συνακόλουθος, ον, ΝΜΑ [ἀκόλουθος] νεοελλ. 1. επακόλουθος, παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί κατά λογική αναγκαιότητα 2. συνεπής, σύμφωνος προς τον εαυτό του 3. το ουδ. ως ουσ. το συνακόλουθο το ακολούθημα, το επακόλουθο, η συνέπεια («η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”