επακόλουθος — η, ο 1. που επακολουθεί, που ακολουθεί ύστερα από κάτι, ο παρεπόμενος. 2. το ουδ. ως ουσ., επακόλουθο το επακολούθημα (βλ. λ.): Η επιπολαιότητά του δε θα έχει καλά επακόλουθα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπακολουθοτέρων — ἐπακόλουθος following fem gen comp pl ἐπακόλουθος following masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακολούθως — ἐπακόλουθος following adverbial ἐπακόλουθος following masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακόλουθον — ἐπακόλουθος following masc/fem acc sg ἐπακόλουθος following neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακολούθου — ἐπακόλουθος following masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακόλουθοι — ἐπακόλουθος following masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία … Dictionary of Greek
μεταγενέστερος — η, ο (ΑM μεταγενέστερος, έρα, ον) 1. αυτός που γεννιέται, αναφέρεται ή συμβαίνει σε ύστερους χρόνους, κατοπινός, υστερόχρονος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι μεταγενέστεροι αυτοί που ανήκουν σε νεώτερη γενιά, οι μελλοντικές γενεές («ἀθάνατον… … Dictionary of Greek
παρακόλουθος — ον, Α αυτός που ακολουθεί ως συνέπεια, ο επακόλουθος («παρακόλουθον δὲ ἔφασαν αὐτῷ πυρετὸν ὀξύν», Ρούφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀκόλουθος (πρβλ. κατ ακόλουθος)] … Dictionary of Greek
συνακόλουθος — η, ο / συνακόλουθος, ον, ΝΜΑ [ἀκόλουθος] νεοελλ. 1. επακόλουθος, παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί κατά λογική αναγκαιότητα 2. συνεπής, σύμφωνος προς τον εαυτό του 3. το ουδ. ως ουσ. το συνακόλουθο το ακολούθημα, το επακόλουθο, η συνέπεια («η… … Dictionary of Greek